- λευκότροφος
- λευκότροφος, -ον (Α)ο λευκός και τρυφερός, στην αρχή τής αύξησης («λευκότροφα μύρτα», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκότροφα — λευκότροφος white growing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek